ουμανιστής

ουμανιστής
ο, θηλ. ουμανίστρια
ανθρωπιστής, υπέρμαχος τού ουμανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hymaniste (βλ. λ. ουμανισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ουμανιστής — ο θηλ. ίστρια ανθρωπιστής, οπαδός του ανθρωπισμού (ουμανισμού) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • χουμανιστής — ο, Ν άλλη γρφ. τής λ. ουμανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. humanist (πρβλ. και λ. ουμανισμός, ουμανιστής)] …   Dictionary of Greek

  • Βησσαρίων — Όνομα λόγιων κληρικών. 1. Βυζαντινός θεολόγος, καρδινάλιος και διάσημος ουμανιστής των χρόνων της Αναγέννησης (Τραπεζούντα 1395 – Ραβένα 1472). Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στη σχολή του Πλήθωνα στον Μιστρά. Η μαθητεία του κοντά… …   Dictionary of Greek

  • Τσέλτις, Κόνραντ — (Celtis, 1459 – 1508). Γερμανός ουμανιστής, του οποίου το αληθινό όνομα ήταν Πίκελ (Pickel). Το 1486 τύπωσε μια στιχουργική με τον λατινικό τίτλο Ars versifl candi et carminum. Τον επόμενο χρόνο πήγε στη Ρώμη, όπου έγινε διάσημος με την… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. ουμανιστής, αυτός που ακολουθεί τις αρχές του ανθρωπισμού, που επιδιώκει και μοχθεί για την πρόοδο και το καλό του ανθρώπινου γένους 2. αυτός που μελετά την κλασική αρχαιότητα και διαδίδει τις αξίες της με σκοπό την κοινωνική… …   Dictionary of Greek

  • ουμανιστικός — ή, ό [ουμανιστής] ανθρωπιστικός, σχετικός με τον ουμανισμό …   Dictionary of Greek

  • πίος — (Pius). Όνομα 12 παπών. 1. Π. Α’. Έγινε πάπας της Ρώμης πιθανότατα το 140 και διοίκησε τη Δυτική Εκκλησία μέχρι το 155. Για τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. 2. Π. Β’ (Ενέα Σίλβιο Πικολόμινι, 1405 – 1464). Παλαιός… …   Dictionary of Greek

  • Αιγίδιος του Βιτέρμπο — (Egidio de Viterbo,1465 – 1532). Ιταλός ιεράρχης ουμανιστής και ιεροκήρυκας από το Βιτέρμπο της κεντρικής Ιταλίας. Διετέλεσε αρχηγός του τάγματος των Αυγουστινιανών (1507 17), καρδινάλιος (1517) και επίσκοπος Βιτέρμπο (1523). Το 1512, εγκαινίασε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”